- ἁπόδειξιν
- ἀπόδειξιν , ἀπόδειξιςshowing forthfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπόδειξιν — ἀπόδειξις showing forth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NUPTA — i. e. Sponsa rite deducta, Hebraeis Gap desc: Hebrew, neque ante dicebatur, tametsi ex sponsalibus plane matrimonium esset satis contractum initumque: Sponsum appellabant Gap desc: Hebrew et Gap desc: Hebrew, Sponsam. Gap desc: Hebrew et Gap desc … Hofmann J. Lexicon universale
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek